ευφημία

ευφημία
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου.
* * *
η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]
εκδήλωση σεβασμού και τιμής με λόγους, έπαινος, εγκώμιο («παρὰ δὲ πάντα τὸν βίον ἔχειν τε καὶ ἐσχηκέναι χρὴ πρὸς αὑτοῡ γονέας εὐφημίαν διαφερόντως», Πλάτ.)
μσν.
1. ζητωκραυγή, επευφημία
2. επιδοκιμασία
αρχ.
1. χρήση ευοίωνων λέξεων, εύσχημων λόγων («ὄρνιθα μὲν τόνδ' αἴσιον ποιούμεθα, τὸ σὸν χρηστὸν καὶ λόγων εὐφημίαν», Ευρ.)
2. η χρήση εύσχημων λόγων για ονομασία κοινών πραγμάτων, ο ευφημισμός
3. η τήρηση θρησκευτικής σιγής («εὐφημίαν νῡν ἴσχ'», Σοφ.)
4. η εκδήλωση τιμής προς τους θεούς με προσευχή, η δέηση, ο ύμνος («ἴτω δὲ Δαναΐδαις εὐφημία», Ευρ.)
5. πληθ. αἱ εὐφημίαι
οι δοξαστικοί ύμνοι («θαλίαις... εὐφαμίαις τε μάλιστ' Ἀπόλλων χαίρει», Πίνδ.)
6. καλή φήμη, υπόληψη, υστεροφημία («διὰ τῆς ἀγαθῆς μνήμης καὶ τῆς ἀδιαλείπτου πρὸς τὸν ἀεὶ χρόνον εὐφημίας», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐφημία — εὐφημίᾱ , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc/acc dual εὐφημίᾱ , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημίᾳ — εὐφημίαι , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc pl εὐφημίᾱͅ , εὐφημία use of words of good omen fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευφημία Λουπικίνα — (6ος αι. μ.Χ.). Σύζυγος του αυτοκράτορα Ιουστίνου (518 527). Προερχόταν από ταπεινή οικογένεια και αρχικά ήταν παλλακίδα του αυτοκράτορα, όταν εκείνος υπηρετούσε ως αξιωματικός στον βυζαντινό στρατό. Η βασίλισσα έχτισε ναό της Αγίας Ευφημίας στην …   Dictionary of Greek

  • Αγία Ευφημία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 420 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του όρμου της Σάμης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλαρέων του νομού Κεφαλληνίας …   Dictionary of Greek

  • εὐφημίας — εὐφημίᾱς , εὐφημία use of words of good omen fem acc pl εὐφημίᾱς , εὐφημία use of words of good omen fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημίαι — εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc pl εὐφημίᾱͅ , εὐφημία use of words of good omen fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημίαν — εὐφημίᾱν , εὐφημία use of words of good omen fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημιῶν — εὐφημία use of words of good omen fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημίαις — εὐφημία use of words of good omen fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐφημί' — εὐφημίαι , εὐφημία use of words of good omen fem nom/voc pl εὐφημίᾱͅ , εὐφημία use of words of good omen fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”